- επαρχιωτόπουλο
- το θηλ. -ούλα παιδί ή νεαρό άτομο που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από εκεί (πρβλ. χωριατόπουλο, χωριατοπούλα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επαρχιωτόπουλο — το (θηλ. επαρχιωτοπούλα) παιδί ή νέος που κατοικεί σε επαρχία ή που κατάγεται από εκεί … Dictionary of Greek
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek